Ἄρνας

Ἄρνας
Ἄρνᾱς , Ἄρνη
fem acc pl
Ἄρνᾱς , Ἄρνη
fem gen sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἄρνας — ἀρνός masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Claremont Profile Method — was elaborated by Ernst Cadman Colwell and his students. Professor Frederik Wisse attempted to establish an accurate and rapid procedure for the classification of the manuscript evidence of any ancient text with large manuscript attestation, and… …   Wikipedia

  • PHARNAS — in Pharnabazus, Pharnaspes. Pharnizathres, Tissaphernes, Orophernes, aliisque Orientis Magnatum nominibus, Chaldaicum est, Gap desc: Hebrew et Rectorem seu Gubernatorem sonat. Indidem Parnasso, seu Parnaso, ut libri scribunt, nomen esse,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • άρνα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 780 μ., 461 κάτ.) στην πρώην επαρχία Λακεδαίμονος του νομού Λακωνίας. Βρίσκεται στις ανατολικές πλαγιές του Ταϋγέτου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φαρίδος. * * * και άρνη, η η λησμονιά, η λήθη («της άρνας το νερό» πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • αρνάδα — η 1. θηλυκό πρόβατο λίγων μηνών, που δεν έχει γεννήσει ακόμη 2. προβατίνα οποιασδήποτε ηλικίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουσ. *αρνάς, κατά το αμνάς (αμνάδα)] …   Dictionary of Greek

  • αρνησιά — η [αρνούμαι] 1. ο τόπος όπου οι νεκροί απαρνιούνται, λησμονούν τους ζωντανούς («με πάει στης άρνης τα βουνά, στης αρνησιάς τους κάμπους», μοιρολ.) 2. η λησμονιά, η λήθη («να πιω νερό της αρνησιάς στης άρνας το λαγκάδι», Παλαμάς) …   Dictionary of Greek

  • λυκώ — Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν κόρη της Ιφιθέας και του Δίωνα, βασιλιά της Λακεδαίμονας. Ο Απόλλων χάρισε το δώρο της μαντικής τόσο σε αυτή όσο και στις αδελφές της, Όρφη και Καρύα. Επειδή η Λ. και η Όρφη εμπόδισαν την Καρύα να …   Dictionary of Greek

  • τίθημι — ΝΜΑ (μέσ. παθ.) τίθεμαι τοποθετούμαι νεοελλ. (κυρίως σε φρ.) α) «τίθεμαι επικεφαλής» i) μπαίνω πρώτος στη σειρά ii) μτφ. γίνομαι αρχηγός, προΐσταμαι β) «τίθεμαι επί ποδός» δραστηριοποιούμαι, κινητοποιούμαι γ) «τίθεμαι επί το έργον» καταπιάνομαι… …   Dictionary of Greek

  • Γιατράκος — I Επώνυμο ιστορικής οικογένειας της Λακεδαίμονας. Γενάρχης της ήταν ο Πέτρος Μέδικος, από τον ηγεμονικό οίκο της Φλωρεντίας, ο οποίος ήρθε στην Ελλάδα το 1331 με τον Βάλτερ Β’ Βρυέννιο. Ο Πέτρος Μέδικος επιχείρησε να καταλάβει το δουκάτο της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”